προτείνομαι

προτείνομαι
προτείνομαι
1
προτάθηκα βλ. πίν. 188
2
προτάθηκα, προτεταμένος βλ. πίν. 188
——————
Σημειώσεις:
προτείνομαι : η μτχ. προτεταμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο ( αυτός που εξέχει προς τα μπρος, π.χ. προτεταμένα ζυγωματκά).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προτείνομαι — προτείνω stretch out before aor subj mid 1st sg (epic) προτείνω stretch out before pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροτείνομαι — (Α) προβάλλω ως πρόφαση, προφασίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προτείνομαι «προβάλλω, προσφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • υποψηφίζω — Α [ὑπόψηφος] (συν. το παθ.) ὑποψηφιζομαι προτείνομαι ως υποψήφιος για πολιτικό ή εκκλησιαστικό αξίωμα …   Dictionary of Greek

  • υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”